παραπληρωμα

παραπληρωμα
    παραπλήρωμα
    παρα-πλήρωμα
    -ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραπληρωμα" в других словарях:

  • παραπλήρωμα — expletive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήρωμα — το, ΝΑ [παραπληρώ] συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα νεοελλ. γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών αρχ. 1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά …   Dictionary of Greek

  • παραπλήρωμα — το, ατος 1. συμπλήρωμα, γέμισμα. 2. (μαθημ.), κάθε γωνία που προστίθεται σε άλλη και προκύπτει άθροισμα δύο ορθές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπληρωμάτων — παραπλήρωμα expletive neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώμασι — παραπλήρωμα expletive neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώμασιν — παραπλήρωμα expletive neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματα — παραπλήρωμα expletive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματι — παραπλήρωμα expletive neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματος — παραπλήρωμα expletive neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… …   Dictionary of Greek

  • SAGMA — Graecis ςάγμα et ςαγὴ, proprie est, quod iumentis onera baiulantibus imponitur, ut mollius et sine sua noxa vehant; distinctum a sella equorum vel aliorum animantium, quibus homo vehitur. Vegetius Rei veterin. l. 2. c. 59. Exceptis his, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»